- σφενδάμνινος
- σφενδάμνινοςof maple woodmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφενδάμνινος — ίνη, ον, Α [σφένδαμνος] 1. κατασκευασμένος από ξύλο σφενδάμνου 2. μτφ. ισχυρός, δυνατός, τραχύς … Dictionary of Greek
σφενδαμνίνων — σφενδάμνινος of maple wood fem gen pl σφενδάμνινος of maple wood masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδάμνινον — σφενδάμνινος of maple wood masc acc sg σφενδάμνινος of maple wood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδαμνίνην — σφενδάμνινος of maple wood fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδαμνίνους — σφενδάμνινος of maple wood masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδαμνίνῳ — σφενδάμνινος of maple wood masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδάμνιναι — σφενδάμνινος of maple wood fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδάμνινοι — σφενδάμνινος of maple wood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)